χαλκοπλευρος

χαλκοπλευρος
    χαλκόπλευρος
    χαλκό-πλευρος
    2
    меднобокий
    

(τύπωμα Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χαλκοπλευρος" в других словарях:

  • χαλκόπλευρος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό πλευρος, χρυσό πλευρος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπλευρον — χαλκόπλευρος with sides of bronze masc/fem acc sg χαλκόπλευρος with sides of bronze neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπάρηος — και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, ον, Α χαλκόπλευρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πάρῃος / πάρᾳος (< παρειά* «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο πάρῃος, φοινικο πάρῃος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»